αντλητικός

αντλητικός
-ή, -ό
ο κατάλληλος για άντληση: Έφερε για το κτήμα του αντλητικό μηχάνημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντλητικός — ή, ό ο κατάλληλος για άντληση νερού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”